Будова στα ελληνικά

Μετάφραση: будова, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτήριο, υφή, κράτος, κρατίδιο, δομή, δομής, διάρθρωση, κατασκευή, διάρθρωσης
Будова στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • будиться στα ελληνικά - budytsya
  • будка στα ελληνικά - κάσα, κουτί, αντεπεξέρχομαι, πάγκος, θάλαμος, παράπηγμα, πυγμαχώ, ...
  • будову στα ελληνικά - κατασκευή, κρατίδιο, ανέγερση, κράτος, σχηματισμός, δομή, κτήριο, ...
  • будуар στα ελληνικά - μπουντρούμι, μπουντουάρ, boudoir, ιδιαίτερο δωμάτιο κυρίας
Τυχαίες λέξεις
Будова στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτήριο, υφή, κράτος, κρατίδιο, δομή, δομής, διάρθρωση, κατασκευή, διάρθρωσης