В'яне στα ελληνικά
Μετάφραση: в'яне, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τετραπέρατος, μουσίτσα, πανούργος, ξεθώριασμα, το ξεθώριασμα, στο ξεθώριασμα, εξασθένιση, διαλείψεων
Μεταφράσεις
- в'язниці στα ελληνικά - φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής
- в'ялий στα ελληνικά - πλαδαρός, πλαδαρό, πλαδαρά, πλαδαρή, άνευρη
- в'янення στα ελληνικά - ξεθώριασμα, το ξεθώριασμα, στο ξεθώριασμα, εξασθένιση, διαλείψεων
- в'єтнамець στα ελληνικά - άποψη, Βιετνάμ, Βιετναμέζικη, vietnamese, βιετναμέζικα, του Βιετνάμ
Τυχαίες λέξεις
В'яне στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τετραπέρατος, μουσίτσα, πανούργος, ξεθώριασμα, το ξεθώριασμα, στο ξεθώριασμα, εξασθένιση, διαλείψεων
Μεταφράσεις: τετραπέρατος, μουσίτσα, πανούργος, ξεθώριασμα, το ξεθώριασμα, στο ξεθώριασμα, εξασθένιση, διαλείψεων