Валитись στα ελληνικά

Μετάφραση: валитись, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρίχνω, ανατρέπω, γκρεμίζομαι, πέφτω, θρυμματίζω, καταρρεύσει, καταρρέουν, καταρρέει, θρυμματίζονται
Валитись στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • валик στα ελληνικά - μαξιλάρι, μπικουτί, κύλινδρος, πλάκα, πλάκας, τύμπανο, τυμπάνου, ...
  • валити στα ελληνικά - μαργαριτάρι, έπεσα, ρίχνω, πέφτω, ανατρέπω, κόβω, γκρεμίζομαι, ...
  • валитися στα ελληνικά - ρίχνω, γκρεμίζομαι, πέφτω, ανατρέπω, θρυμματίζω, καταρρεύσει, καταρρέουν, ...
  • валлон στα ελληνικά - Vallon, Βαλόν, Vallon και
Τυχαίες λέξεις
Валитись στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρίχνω, ανατρέπω, γκρεμίζομαι, πέφτω, θρυμματίζω, καταρρεύσει, καταρρέουν, καταρρέει, θρυμματίζονται