Вводити στα ελληνικά
Μετάφραση: вводити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένεση, εισαγωγή, επαγωγή, εισάγουν, εισαγάγει, εισαγάγουν, εισάγει, θεσπίσουν
Μεταφράσεις
- вважати στα ελληνικά - υποτίθεται, θεωρώ, μετρώ, κρίνω, κόμης, υποθέτω, εξετάσει, ...
- вверх-вниз στα ελληνικά - επάνω και κάτω, πάνω και κάτω, πάνω κάτω
- вві στα ελληνικά - παραβλέπω, παραγνωρίζω, που, να, είναι, υπό, οποία
- ввідний στα ελληνικά - εισαγωγικό, εισαγωγική, εισαγωγικές, εισαγωγή, εισαγωγικά
Τυχαίες λέξεις
Вводити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένεση, εισαγωγή, επαγωγή, εισάγουν, εισαγάγει, εισαγάγουν, εισάγει, θεσπίσουν
Μεταφράσεις: ένεση, εισαγωγή, επαγωγή, εισάγουν, εισαγάγει, εισαγάγουν, εισάγει, θεσπίσουν