Εισαγωγή στα ουκρανικά

Μετάφραση: εισαγωγή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
утягувати, садовити, уводити, вводити, представлення, оселяти, введення, запровадження, вступ, впровадження
Εισαγωγή στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισαγωγή

εισαγωγή στην κοινωνική ψυχολογία, εισαγωγή στην τέχνη του κινηματογράφου, εισαγωγή στους υπολογιστές, εισαγωγή στις αρχές της επιστήμης των η/υ, εισαγωγή σχολίου στο word 2007, εισαγωγή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εισαγωγή στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εισάγω στα ουκρανικά - поступатися, невіддільно, приймати, неполітичний, недоречний, притаманно, вступний, ...
  • εισέρχομαι στα ουκρανικά - починати, поступити, поступати, доступити, війти, вводити, запроваджувати, ...
  • εισαγωγικός στα ουκρανικά - вступи, вступний, ввідний, увідний
  • εισβάλλω στα ουκρανικά - непотрібність, вторгатися, втручатися, втручатись, вдиратися, вторгатиметься
Τυχαίες λέξεις
Εισαγωγή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: утягувати, садовити, уводити, вводити, представлення, оселяти, введення, запровадження, вступ, впровадження