Ввіряти στα ελληνικά
Μετάφραση: ввіряти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναθέτω, εμπιστεύομαι, αποστέλλω, στέλνω, παραδίδω, αποστείλει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ввімкнено στα ελληνικά - σε, ενεργοποιημένη, ενεργοποιημένο, ενεργοποιηθεί, επέτρεψε, επέτρεψαν
- ввімкнути στα ελληνικά - σε, ακμαίος, διακόπτης, δραστήριος, αλλαγή, ενεργός, αλλάζω, ...
- ввічливий στα ελληνικά - ευγενικός, ευγενικό, εξυπηρετικό, ευγενικοί, ευγενική
- ввічливо στα ελληνικά - ευγενικά, σωστά, ευγένεια, με ευγένεια, ευγενικό
Τυχαίες λέξεις
Ввіряти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναθέτω, εμπιστεύομαι, αποστέλλω, στέλνω, παραδίδω, αποστείλει
Μεταφράσεις: αναθέτω, εμπιστεύομαι, αποστέλλω, στέλνω, παραδίδω, αποστείλει