Вдоволення στα ελληνικά

Μετάφραση: вдоволення, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρέσκεια, ικανοποίηση, την ικανοποίηση, την ικανοποίησή, ικανοποίηση των, ικανοποίηση του
Вдоволення στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вдихнути στα ελληνικά - αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
  • вдови στα ελληνικά - φάρδος, χήρα, Widow, χήρας, η χήρα, χήρα του
  • вдовольняти στα ελληνικά - χορήγηση, προμήθεια, παροχή, παρέχω, πραγματοποιώ, εκπληρώνω, vdovolnyaty
  • вдосконаленню στα ελληνικά - ικανός, τελειότητα, τελειότητας, την τελειότητα, τελειοποίηση, τέλεια
Τυχαίες λέξεις
Вдоволення στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρέσκεια, ικανοποίηση, την ικανοποίηση, την ικανοποίησή, ικανοποίηση των, ικανοποίηση του