Ικανοποίηση στα ουκρανικά
Μετάφραση: ικανοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вдоволення, яку, яким, що, який-такий, яких-таких, задоволення
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ικανοποίηση
ικανοποίηση συνώνυμα, ικανοποίηση ασθενών, ικανοποίηση φοιτητών, ικανοποίηση εργαζομένων, ικανοποίηση από την εργασία, ικανοποίηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ικανοποίηση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ιθύνω στα ουκρανικά - панування, направляти, діяти, володіти, визначати, правити, постанова, ...
- ικανά στα ουκρανικά - розумно, уміло, по-мистецьки, спритно, здатний, здатна, здібний, ...
- ικανοποιημένο στα ουκρανικά - обсяг, згідний, усмак, задовольняти, об'єм, заяви, задоволений, ...
- ικανοποιημένος στα ουκρανικά - усмак, об'єм, згідний, задовольняти, заяви, обсяг, зміст, ...
Τυχαίες λέξεις
Ικανοποίηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вдоволення, яку, яким, що, який-такий, яких-таких, задоволення
Μεταφράσεις: вдоволення, яку, яким, що, який-такий, яких-таких, задоволення