Вивчати στα ελληνικά

Μετάφραση: вивчати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξερευνώ, ανασκόπηση, σπουδές, έρευνα, αγναντεύω, σαρώνω, σπουδάζω, μελέτη, γραφείο, ερευνώ, μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
Вивчати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • виводок στα ελληνικά - επώαση, γένος, γόνου, γεννητόρων, τσούρμο, σε απογόνους
  • вивозити στα ελληνικά - εξάγω, εξαγωγή, εξαγωγής, την εξαγωγή, εξαγωγών, εξαγωγές
  • вивчаючий στα ελληνικά - φοιτητής, φοιτήτρια, μάθηση, μάθησης, εκμάθησης, εκμάθηση, εκπαίδευσης
  • вивчення στα ελληνικά - μελέτη, γραφείο, διεργασία, εξέταση, εξερεύνηση, σπουδάζω, σπουδές, ...
Τυχαίες λέξεις
Вивчати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξερευνώ, ανασκόπηση, σπουδές, έρευνα, αγναντεύω, σαρώνω, σπουδάζω, μελέτη, γραφείο, ερευνώ, μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει