Винен στα ελληνικά

Μετάφραση: винен, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή
Винен στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • винахідник στα ελληνικά - εφευρέτης, εφευρέτη
  • винахідники στα ελληνικά - εφευρέτες, Οι εφευρέτες, Αντιστροφείς, εφευρετών, εφευρέτες της
  • виникнення στα ελληνικά - εξέγερση, γένεση, εμφάνιση, εμφάνισης, εμφάνισή, όψη, την εμφάνιση
  • виникніть στα ελληνικά - απορρέω, εκεί θα, θα υπάρχουν, θα υπάρξει, θα υπάρξουν, δεν θα υπάρξουν
Τυχαίες λέξεις
Винен στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή