Винищувач στα ελληνικά

Μετάφραση: винищувач, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τορπιλικό, καταστροφέας, αντιτορπιλικό, Destroyer, καταστροφέα, καταστροφέων
Винищувач στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • винищування στα ελληνικά - εξόντωση, εξολόθρευση, εξόντωσης, εξολόθρευσης, την εξόντωση
  • винищувати στα ελληνικά - εκμηδενίζω, καταστρέφω, καταναλώνω, καταστρέψει, καταστρέψουν, καταστρέφουν, καταστροφή, ...
  • винний στα ελληνικά - δράστης, σκουπίζω, φταίχτης, ένοχος, τρύγημα, ένοχοι, ένοχο, ...
  • винність στα ελληνικά - ενοχή, ενοχές, ενοχής, την ενοχή
Τυχαίες λέξεις
Винищувач στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τορπιλικό, καταστροφέας, αντιτορπιλικό, Destroyer, καταστροφέα, καταστροφέων