Вирівнювати στα ελληνικά

Μετάφραση: вирівнювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λείος, επίπεδο, επιπέδου, το επίπεδο, επίπεδα
Вирівнювати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • виріб στα ελληνικά - άρθρο, παραγωγή, προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, του προϊόντος, το προϊόν
  • вирівнювання στα ελληνικά - εξίσωση, ισοπέδωση, οριζοντίωσης, εξομάλυνσης, εξομάλυνση, ισοπέδωσης
  • вирівняйтеся στα ελληνικά - ισοπεδώνω, ισιώνω, vyrivnyaytesya
  • вирізання στα ελληνικά - κοπής, κοπή, τεμαχισμού, κοπτική, κόψιμο
Τυχαίες λέξεις
Вирівнювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λείος, επίπεδο, επιπέδου, το επίπεδο, επίπεδα