Виснажувати στα ελληνικά
Μετάφραση: виснажувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιμοκτονώ, μειώνω, εξαντλώ, ξοδεύω, πεινώ, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виснажливий στα ελληνικά - εξαντλητικός, εξαντλητικό, εξαντλητική, πλήρης, διεξοδικό
- виснажте στα ελληνικά - εξαντλώ, μειώνω, εξάτμιση, καυσαερίων, εξάτμισης, εξαγωγής, εξατμίσεως
- висновок στα ελληνικά - κηδεμονία, διαπραγμάτευση, κράτηση, συνέπεια, επίπτωση, σημασία, φύλαξη, ...
- висок στα ελληνικά - μελίγγι, μηνίγγι, ναός, ναό, ναού, ιερό, τέμπλο
Τυχαίες λέξεις
Виснажувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιμοκτονώ, μειώνω, εξαντλώ, ξοδεύω, πεινώ, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Μεταφράσεις: λιμοκτονώ, μειώνω, εξαντλώ, ξοδεύω, πεινώ, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε