Πεινώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: πεινώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
голодуйте, голодувати, жадати, виснажувати, голод, голоду
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεινώ
πεινώ κλιση, θαρρώ πεινώ, πεινάω πεινάω, πεινώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πεινώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πειθώ στα ουκρανικά - переконливість, переконання, секта, сорт, фракція, Убеждение
- πεινασμένος στα ουκρανικά - голодуючий, убогий, накидатися, голодний, пожирати, спраглий, прагнучий, ...
- πειράζω στα ουκρανικά - чесати, докучати, дражнити, дратувати
- πειραματίζομαι στα ουκρανικά - експериментувати, експеримент, дослід, досвід
Τυχαίες λέξεις
Πεινώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: голодуйте, голодувати, жадати, виснажувати, голод, голоду
Μεταφράσεις: голодуйте, голодувати, жадати, виснажувати, голод, голоду