Високий στα ελληνικά

Μετάφραση: високий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έντονος, ψηλός, οξυδερκής, ισχυρός, αλύγιστος, οξύς, άκαμπτος, υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
Високий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • висновок στα ελληνικά - κηδεμονία, διαπραγμάτευση, κράτηση, συνέπεια, επίπτωση, σημασία, φύλαξη, ...
  • висок στα ελληνικά - μελίγγι, μηνίγγι, ναός, ναό, ναού, ιερό, τέμπλο
  • високо στα ελληνικά - ψηλός, ψηλά, υψηλά, πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλής
  • високо-високо στα ελληνικά - ψηλά, πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, εξαιρετικά, ακριβώς
Τυχαίες λέξεις
Високий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έντονος, ψηλός, οξυδερκής, ισχυρός, αλύγιστος, οξύς, άκαμπτος, υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό