Виховати στα ελληνικά
Μετάφραση: виховати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρένο, θετός, μορφώνω, ανατρέφω, αμαξοστοιχία, εκπαιδεύω, υιοθετώ, όπισθεν, οπίσθιος, πίσω, οπίσθιο, πίσω μέρος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вихованість στα ελληνικά - αναπαραγωγή, εκπαίδευση, εκπαίδευσης, την εκπαίδευση, της εκπαίδευσης, η εκπαίδευση
- вихователь στα ελληνικά - δασκάλα, ανάβω, καθηγητής, εξάπτω, καθηγήτρια, σύμβουλος, δάσκαλος, ...
- виховний στα ελληνικά - εκπαιδευτικός, εκπαιδευτικά, εκπαιδευτικό, εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικές
- виховувати στα ελληνικά - θηλάζω, εκπαιδεύω, σχολείο, μορφώνω, τρένο, τραίνο, αμαξοστοιχία, ...
Τυχαίες λέξεις
Виховати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρένο, θετός, μορφώνω, ανατρέφω, αμαξοστοιχία, εκπαιδεύω, υιοθετώ, όπισθεν, οπίσθιος, πίσω, οπίσθιο, πίσω μέρος
Μεταφράσεις: τρένο, θετός, μορφώνω, ανατρέφω, αμαξοστοιχία, εκπαιδεύω, υιοθετώ, όπισθεν, οπίσθιος, πίσω, οπίσθιο, πίσω μέρος