Вкрадливо στα ελληνικά

Μετάφραση: вкрадливо, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπαινιγμός, νύξη, ύπουλος
Вкрадливо στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • включити στα ελληνικά - περιλαμβάνουν, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει, να περιλαμβάνει, να περιλαμβάνουν
  • вкорочувати στα ελληνικά - μικραίνω, περικόπτω, κονταίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, ...
  • вкрай στα ελληνικά - κακώς, άσχημα, χαμηλά, κακή, σοβαρά
  • вкрасти στα ελληνικά - σουφρώνω, καταδότης, πιάνω, συλλαμβάνω, κλοπή, κλέβω, Κλέψτε, ...
Τυχαίες λέξεις
Вкрадливо στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπαινιγμός, νύξη, ύπουλος