Владу στα ελληνικά
Μετάφραση: владу, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεύθυνση, αρπάζω, κυριαρχία, μπράτσο, χέρι, κλώσημα, πιάνω, απομόνωση, όπλο, κατανομή, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- владний στα ελληνικά - αυθαίρετος, επιβλητικός, έγκυρος, αγέρωχος, αγέρωχα, αγέρωχη, αγέρωχους, ...
- владно στα ελληνικά - έγκυρα, την επιτακτική, με κύρος, αυταρχικό, αυταρχικό τρόπο
- власний στα ελληνικά - κατέχω, της], τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
- власник στα ελληνικά - κάτοχος, κτήτορας, ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο
Τυχαίες λέξεις
Владу στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεύθυνση, αρπάζω, κυριαρχία, μπράτσο, χέρι, κλώσημα, πιάνω, απομόνωση, όπλο, κατανομή, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ
Μεταφράσεις: διεύθυνση, αρπάζω, κυριαρχία, μπράτσο, χέρι, κλώσημα, πιάνω, απομόνωση, όπλο, κατανομή, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ