Απομόνωση στα ουκρανικά

Μετάφραση: απομόνωση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зчеплення, владу, яйця, відокремлення, ухопитися, захоплення, ізоляція
Απομόνωση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομόνωση

απομόνωση ανάπτυξη παραγωγή και έλεγχος βιοδραστικών φυσικών προϊόντων, απομόνωση αντώνυμο, απομόνωση και σύνθεση φυσικών προϊόντων με βιολογική δραστικότητα, απομόνωση dna, απομόνωση dna στο σπιτι, απομόνωση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, απομόνωση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • απομονωμένος στα ουκρανικά - самотній, відокремлювати, ізолюється, одинокий, ізолюйте, ізольований, ізольована, ...
  • απομονώνω στα ουκρανικά - ізолюйте, ізолювати
  • απονέμω στα ουκρανικά - кермувати, розкидати, розповсюджувати, вістки, управляти, ухвала, вісті, ...
  • απονομή στα ουκρανικά - роздача, рятування, роздавання, визволення, привласнення, присвоєння
Τυχαίες λέξεις
Απομόνωση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зчеплення, владу, яйця, відокремлення, ухопитися, захоплення, ізоляція