Вносити στα ελληνικά

Μετάφραση: вносити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεισφέρω, σημασία, συμβάλλουν, συμβάλλει, να συμβάλει, συνεισφέρουν, συμβάλει
Вносити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • внизу-до-зариває στα ελληνικά - κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορίζονται, καθορισμό
  • вникати στα ελληνικά - να, για, σε, με, για να
  • вночі στα ελληνικά - νύχτα, τη νύχτα, το βράδυ, βράδυ, την νύχτα
  • внутрідержавний στα ελληνικά - εντός της πολιτείας, ενδοκρατικές, διακρατικών, διακρατικές, intrastate
Τυχαίες λέξεις
Вносити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεισφέρω, σημασία, συμβάλλουν, συμβάλλει, να συμβάλει, συνεισφέρουν, συμβάλει