Возити στα ελληνικά

Μετάφραση: возити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδηγώ, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν
Возити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • возз'єднання στα ελληνικά - συμφιλιώνω, ξανασμίγω, συμφιλιώνομαι, επανένωση, επανένωσης, συνάντηση, επανασύνδεση, ...
  • возик στα ελληνικά - τραμ, καλάθι
  • возій στα ελληνικά - φορέας, καρραγωγεύς, Wagoner, ο Wagoner, Γουάγκονερ
  • войовничий στα ελληνικά - μαχητικός, στρατευμένος, μαχητική, μαχητικές, στρατευμένη
Τυχαίες λέξεις
Возити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδηγώ, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν