Восковою στα ελληνικά

Μετάφραση: восковою, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρόπος, κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού
Восковою στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ворушіння στα ελληνικά - ανακατεύω, κινώ, αναδεύω, κινούμαι, ταραχή, ανάδευσης, αναδεύσεως, ...
  • воріт στα ελληνικά - πύλη, πύλης, πόρτα, θύρα, πόρτας
  • воскової στα ελληνικά - τρόπος, κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού
  • воскресати στα ελληνικά - ανάσταση, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Τυχαίες λέξεις
Восковою στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρόπος, κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού