Воскової στα ελληνικά

Μετάφραση: воскової, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρόπος, κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού
Воскової στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • воріт στα ελληνικά - πύλη, πύλης, πόρτα, θύρα, πόρτας
  • восковою στα ελληνικά - τρόπος, κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού
  • воскресати στα ελληνικά - ανάσταση, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
  • воскресіння στα ελληνικά - ξαναζωντανεύω, νεκρανασταίνω, ανάσταση, ανάστασης, την ανάσταση, ανάστασή, αναστάσεως
Τυχαίες λέξεις
Воскової στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρόπος, κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού