Вторгається στα ελληνικά
Μετάφραση: вторгається, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισβολέας, εισβάλλει, εισχωρεί, παρεισφρέει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- втому στα ελληνικά - κούραση, κόπωση, κόπωσης, την κούραση, κούρασης
- вторгатися στα ελληνικά - εισβολέας, εισβάλουν, εισβάλλουν, εισβάλει, εισβάλλει, εισβολή
- вторгнення στα ελληνικά - διείσδυση, εισχώρηση, εισβολής, εισβολή, διείσδυσης, εισβολέων
- вторгнутися στα ελληνικά - ανάπηρος, εισβάλουν, εισβάλλουν, εισβάλει, εισβάλλει, εισβολή
Τυχαίες λέξεις
Вторгається στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισβολέας, εισβάλλει, εισχωρεί, παρεισφρέει
Μεταφράσεις: εισβολέας, εισβάλλει, εισχωρεί, παρεισφρέει