Εισβολέας στα ουκρανικά

Μετάφραση: εισβολέας, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рейд, вторгається, вторгатися, наліт, атакуючий, атакувальний, атакує, що атакує
Εισβολέας στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισβολέας

εισβολέας - η μπουμπού του fb, εισβολέας - σε πίνω λίγο λίγο, εισβολέας - eversor το κουτόχορτο στιχοι, εισβολέας & eversor - καμικάζι, εισβολέας - τα παιδικά μου χρόνια, εισβολέας λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εισβολέας στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εισαγωγικός στα ουκρανικά - вступи, вступний, ввідний, увідний
  • εισβάλλω στα ουκρανικά - непотрібність, вторгатися, втручатися, втручатись, вдиратися, вторгатиметься
  • εισβολή στα ουκρανικά - інваріант, вторгнення
  • εισιτήριο στα ουκρανικά - квиток, об'явлення, білет, ярлик, об'яву, об'ява
Τυχαίες λέξεις
Εισβολέας στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: рейд, вторгається, вторгатися, наліт, атакуючий, атакувальний, атакує, що атакує