Вузлуватий στα ελληνικά
Μετάφραση: вузлуватий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξέρω, γνωρίζω, κόμπους, με κόμπους, δεμένο, λυγισμός, δένουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вуздечка στα ελληνικά - χαλιναγωγώ, χαλινάρι, χαλινώνω, χαλινάρια, χαλινού, χαλινός, το χαλινάρι
- вузлик στα ελληνικά - δέσμη, συσσωρεύσει, ομαδοποιούν, συνενώνουν, δέσμες
- вузол στα ελληνικά - κότσος, δυσεπίλυτος, ροζιάρικός, κόμβος, κόμβο, κόμβου, κόμβων, ...
- вузьке στα ελληνικά - κολεός, στενός, στενό, στενά, στενή, στενές
Τυχαίες λέξεις
Вузлуватий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξέρω, γνωρίζω, κόμπους, με κόμπους, δεμένο, λυγισμός, δένουν
Μεταφράσεις: ξέρω, γνωρίζω, κόμπους, με κόμπους, δεμένο, λυγισμός, δένουν