Відношення στα ελληνικά
Μετάφραση: відношення, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχέση, συμπεριφορά, μερίδα, στάση, κατανέμω, αναλογία, λόγος, λόγο, λόγου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відносний στα ελληνικά - παραθετικός, σχετικός, συγγενής, σχετική, σχέση, σε σχέση
- відносно στα ελληνικά - σχετικά, σχετικώς, είναι σχετικά
- відняти στα ελληνικά - αφαιρώ, αφαιρέσετε, αφαιρέσουμε, αφαιρούν, να αφαιρέσετε
- віднімання στα ελληνικά - αφαίρεση, αφαίρεσης, την αφαίρεση, αφαιρέσεως, της αφαίρεσης
Τυχαίες λέξεις
Відношення στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχέση, συμπεριφορά, μερίδα, στάση, κατανέμω, αναλογία, λόγος, λόγο, λόγου
Μεταφράσεις: σχέση, συμπεριφορά, μερίδα, στάση, κατανέμω, αναλογία, λόγος, λόγο, λόγου