Гніватися στα ελληνικά

Μετάφραση: гніватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βράζω, θυμωμένος, θυμωμένοι, οργισμένος, θυμωμένο, θυμό
Гніватися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гнів στα ελληνικά - φούρκα, οργίλος, θυμός, οργή, θυμό, θυμού, το θυμό
  • гніватись στα ελληνικά - θυμωμένος, θυμωμένοι, οργισμένος, θυμωμένο, θυμό
  • гнівити στα ελληνικά - οργή, θυμός, φούρκα, θυμό, θυμού, το θυμό
  • гнівливий στα ελληνικά - σκυθρωπός, βλοσυρός, οξύθυμος, ευέξαπτος, ευέξαπτο, οξύθυμο, φοβερά οξύθυμος
Τυχαίες λέξεις
Гніватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βράζω, θυμωμένος, θυμωμένοι, οργισμένος, θυμωμένο, θυμό