Годитися στα ελληνικά
Μετάφραση: годитися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσφορος, κατάλληλος, βολικός, γίνομαι, αρμόζω, κοστούμι, στολή, αγωγή, το παράδειγμά, κουστούμι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- годину στα ελληνικά - ώρα, ωρών, ώρας, ώρες, την ώρα
- годити στα ελληνικά - κάνω, ικανοποιώ, χορταίνω, ικανοποιούν, Ικανοποιήστε, να πείθει
- годний στα ελληνικά - μένω, ζωντανός, διαθέσιμος, Godnje
- годованець στα ελληνικά - βρέφος, βυζανιάρικο, το θηλάζον, το θηλάζον μωρό, θηλάζον μωρό
Τυχαίες λέξεις
Годитися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσφορος, κατάλληλος, βολικός, γίνομαι, αρμόζω, κοστούμι, στολή, αγωγή, το παράδειγμά, κουστούμι
Μεταφράσεις: πρόσφορος, κατάλληλος, βολικός, γίνομαι, αρμόζω, κοστούμι, στολή, αγωγή, το παράδειγμά, κουστούμι