Πρόσφορος στα ουκρανικά
Μετάφραση: πρόσφορος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
придатний, підхожий, примірка, годитися, монтаж, встановлення, зручний, веб, зручним
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφορος
πρόσφορος στα αγγλικα, πρόσφορος αγγλικα, πρόσφορος ορισμός, πρόσφορος συνώνυμο, πρόσφορος λεξικο, πρόσφορος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πρόσφορος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πρόσφατα στα ουκρανικά - недавній, по-новому, трикутний, новіший, нещодавно, по-інакшому, нещодавній, ...
- πρόσφατος στα ουκρανικά - перегляд, останній, останню, остання, останнього, останнє
- πρόσφυγας στα ουκρανικά - притулок, біженець, біженця
- πρόσφυμα στα ουκρανικά - прикріпити, афікс, прикріплювати, прикріпляти, суфікс
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφορος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: придатний, підхожий, примірка, годитися, монтаж, встановлення, зручний, веб, зручним
Μεταφράσεις: придатний, підхожий, примірка, годитися, монтаж, встановлення, зручний, веб, зручним