Гомін στα ελληνικά

Μετάφραση: гомін, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάταγος, σαματάς, έξαρση, θόρυβος, βόμβος, Buzz, βόμβο, το Buzz, Μπαζ
Гомін στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гомосексуаліст στα ελληνικά - ομοφυλόφιλος, ομοφυλόφιλων, ομοφυλοφιλική, ομοφυλοφιλικές, ομοφυλόφιλα
  • гомілка στα ελληνικά - κνήμη, καλάμι, Shin, αντικνήμιο, αντικνημίων, πάνω από το οριζόντιο
  • гомінкий στα ελληνικά - ευχερής, εύγλωττος, εύστροφος, ταραχώδης, θορυβώδης, ανήσυχος
  • гомінливий στα ελληνικά - σκίζω, hominlyvyy
Τυχαίες λέξεις
Гомін στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάταγος, σαματάς, έξαρση, θόρυβος, βόμβος, Buzz, βόμβο, το Buzz, Μπαζ