Έξαρση στα ουκρανικά

Μετάφραση: έξαρση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гомін, бум, репетувати, густи, гриміти, кричати, захват, захоплення, захваті
Έξαρση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έξαρση

έξαρση της εγκληματικότητας, έξαρση λεξικό, έξαρση γρίπης, έξαρση γρίπης 2012, έξαρση ιώσεων, έξαρση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, έξαρση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ένωση στα ουκρανικά - поєднування, злиття, союз, зливання, цех, згода, профспілку, ...
  • έξαλλος στα ουκρανικά - божевільний, лютий, запеклий, ярий, шалений, гнівний
  • έξη στα ουκρανικά - статуру, розбудови, звичай, властивість, одягання, шість, шестеро, ...
  • έξι στα ουκρανικά - шістка, шість, шкарпетки, шестеро, шостій
Τυχαίες λέξεις
Έξαρση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: гомін, бум, репетувати, густи, гриміти, кричати, захват, захоплення, захваті