Горбитися στα ελληνικά

Μετάφραση: горбитися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απατεώνας, κακοποιός, απατεώνα, γκλίτσα, τσιγκέλι, μαγκούρα
Горбитися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • горбик στα ελληνικά - τούρλα, λοφίσκος, φυμάτι, tubercle, φυματίου, φυματίωσης, της φυματίωσης
  • горбистий στα ελληνικά - λοφώδης, banky, Μπάνκι
  • горбки στα ελληνικά - μνημείο, προσκρούσεις, χτυπήματα, εξογκώματα, ανωμαλίες, τις προσκρούσεις
  • горбкуватий στα ελληνικά - λοφώδης, λοφώδες, λοφώδη, λοφώδεις, ορεινό
Τυχαίες λέξεις
Горбитися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απατεώνας, κακοποιός, απατεώνα, γκλίτσα, τσιγκέλι, μαγκούρα