Гостьовою στα ελληνικά
Μετάφραση: гостьовою, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φιλοξενούμενος, καλεσμένος, επισκέπτης, προσκεκλημένος, επισκεπτών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гострість στα ελληνικά - οξυδέρκεια, άκρη, χείλος, άκρο, ακμή, ακμής
- гостьовий στα ελληνικά - φιλοξενούμενος, καλεσμένος, επισκέπτης, προσκεκλημένος, επισκεπτών
- гостьовій στα ελληνικά - καλεσμένος, φιλοξενούμενος, επισκέπτης, προσκεκλημένος, επισκεπτών
- гості στα ελληνικά - παρέα, θίασος, εταιρία, ομήγυρη, επισκέπτες, πελάτες, οι επισκέπτες, ...
Τυχαίες λέξεις
Гостьовою στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φιλοξενούμενος, καλεσμένος, επισκέπτης, προσκεκλημένος, επισκεπτών
Μεταφράσεις: φιλοξενούμενος, καλεσμένος, επισκέπτης, προσκεκλημένος, επισκεπτών