Гранульований στα ελληνικά
Μετάφραση: гранульований, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοκκώδης, κοκκωδών, των κοκκωδών, κοκκοποιημένο, κοκκοποιείται, κοκκοποιημένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- грант στα ελληνικά - επιχορηγώ, χορηγώ, υποτροφία, επίδομα, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, ...
- гранувальний στα ελληνικά - λιθοχαράκτης, λιθόγλυφος, επιγραμματικό, επεξεργαστής πολύτιμων λίθων, λακωνικά
- гранулювати στα ελληνικά - κόκκων, κοκκώδες, κοκκώδες υλικό, κοκκοποίημα, κοκκώδους
- грануляція στα ελληνικά - κοκκοποίηση, κοκκοποίησης, κοκκοποιήσεως, κοκκιοποίηση, κοκκιοποίησης
Τυχαίες λέξεις
Гранульований στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοκκώδης, κοκκωδών, των κοκκωδών, κοκκοποιημένο, κοκκοποιείται, κοκκοποιημένη
Μεταφράσεις: κοκκώδης, κοκκωδών, των κοκκωδών, κοκκοποιημένο, κοκκοποιείται, κοκκοποιημένη