Гуртовий στα ελληνικά

Μετάφραση: гуртовий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινός, συνηθισμένος, χονδρική πώληση, Χονδρικό, Χονδρική, χονδρικού, χονδρικής
Гуртовий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гурт στα ελληνικά - σύμπλεγμα, όμιλος, ομάδα, συγκρότημα, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, ...
  • гуртка στα ελληνικά - κάσα, κουτί, πυγμαχώ, κούπα, Κούπες, κύπελλο, Mug, ...
  • гуртожиток στα ελληνικά - ξενώνας, ξενοδοχείο, Hostel, ξενώνα, ο ξενώνας
  • гурток στα ελληνικά - κύκλος, κύκλο, κύκλου, τον κύκλο, κύκλο που
Τυχαίες λέξεις
Гуртовий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινός, συνηθισμένος, χονδρική πώληση, Χονδρικό, Χονδρική, χονδρικού, χονδρικής