Двійчастий στα ελληνικά
Μετάφραση: двійчастий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλασιάζω, διπλός, σωσίας, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
Μεταφράσεις
- двійковий στα ελληνικά - δυαδικός, δυαδικό, δυαδική, δυαδικά, δυαδικών, δυαδικές
- двійник στα ελληνικά - παρόμοιος, ομόλογος, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
- двір στα ελληνικά - δικαστήριο, αυλή, ερωτοτροπώ, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική
- двічі-тричі στα ελληνικά - πολλάκις, πολλές φορές, μάλιστα πολλές φορές, συχνάκις
Τυχαίες λέξεις
Двійчастий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλασιάζω, διπλός, σωσίας, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
Μεταφράσεις: διπλασιάζω, διπλός, σωσίας, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού