Дезінфікувати στα ελληνικά
Μετάφραση: дезінфікувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκαθαρίζω, απολυμαίνω, απολυμαίνουν, απολυμάνετε, την απολύμανση, απολυμαίνει, να απολυμαίνονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дезорієнтуйте στα ελληνικά - συγχέει, μπερδεύει
- дезінтеграція στα ελληνικά - αποσύνθεση, διάλυση, διάσπαση, αποσύνθεσης, διάσπασης
- дека στα ελληνικά - κατάστρωμα, καταστρώματος, τράπουλα, γέφυρα, θάλαμο
- декаграм στα ελληνικά - dekahram
Τυχαίες λέξεις
Дезінфікувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκαθαρίζω, απολυμαίνω, απολυμαίνουν, απολυμάνετε, την απολύμανση, απολυμαίνει, να απολυμαίνονται
Μεταφράσεις: εκκαθαρίζω, απολυμαίνω, απολυμαίνουν, απολυμάνετε, την απολύμανση, απολυμαίνει, να απολυμαίνονται