Декрет στα ελληνικά
Μετάφραση: декрет, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεσπίζω, θέσπισμα, διάταγμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Μεταφράσεις
- декорації στα ελληνικά - τοπίο, σκηνικό, τοπία, τοπίου, σκηνικά
- декорувати στα ελληνικά - διακοσμώ, διακοσμούν, διακοσμήσετε, διακοσμήσει, κοσμούν, στολίζουν
- декілька στα ελληνικά - αρκετές, αρκετοί, λίγοι, λίγα, μερικά, λίγες, μερικές
- декількома στα ελληνικά - αρκετές, αρκετοί, διάφοροι, πολλές, διάφορες, πολλά
Τυχαίες λέξεις
Декрет στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεσπίζω, θέσπισμα, διάταγμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Μεταφράσεις: θεσπίζω, θέσπισμα, διάταγμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που