Депо στα ελληνικά
Μετάφραση: депо, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποβάλλω, παράγκα, καλύβα, σταθμός, αποθήκη, αποθήκης, τόπο, αποθέματος
Μεταφράσεις
- департамент στα ελληνικά - τμήμα, υπηρεσία, Τμήματος, Υπουργείο, υπηρεσίας
- депеша στα ελληνικά - αποστολής, αποστολή, την αποστολή, της αποστολής
- депозитарій στα ελληνικά - θεματοφύλακας, θεματοφύλακα, του θεματοφύλακα, θεματοφυλακής
- депозитний στα ελληνικά - θεματοφύλακας, θεματοφύλακα, του θεματοφύλακα, θεματοφυλακής
Τυχαίες λέξεις
Депо στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποβάλλω, παράγκα, καλύβα, σταθμός, αποθήκη, αποθήκης, τόπο, αποθέματος
Μεταφράσεις: αποβάλλω, παράγκα, καλύβα, σταθμός, αποθήκη, αποθήκης, τόπο, αποθέματος