Дерзання στα ελληνικά

Μετάφραση: дерзання, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τόλμημα, τόλμη, τολμηρή, τολμηρό, τολμηρές, τολμηρούς
Дерзання στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • держатель στα ελληνικά - κάτοχος, κάτοχο, κατόχου, κάτοχος της, δικαιούχου
  • держати στα ελληνικά - διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει
  • дертися στα ελληνικά - διαταράσσω, σκαρφαλώνω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
  • десант στα ελληνικά - καταγωγή, προσγείωση, εκφόρτωσης, προσγείωσης, εκφόρτωση, προορισμού
Τυχαίες λέξεις
Дерзання στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τόλμημα, τόλμη, τολμηρή, τολμηρό, τολμηρές, τολμηρούς