Дзенькіт στα ελληνικά
Μετάφραση: дзенькіт, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φόρος, διόδια, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дзвінкий στα ελληνικά - ηχηρός, σαφής, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές
- дзвіночок στα ελληνικά - κουδούνι, Campanula, η campanula, καμπανούλα, την Campanula
- дзеркала στα ελληνικά - ευθυμία, χαρά, Καθρέπτες, Καθρέφτες, Καθρεφτάκια, Mirrors, κάτοπτρα
- дзеркало στα ελληνικά - καθρέπτης, καθρέφτη, καθρέπτη, καθρέφτης, κάτοπτρο
Τυχαίες λέξεις
Дзенькіт στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φόρος, διόδια, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή
Μεταφράσεις: φόρος, διόδια, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή