Директив στα ελληνικά

Μετάφραση: директив, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδηγία, οδηγίες, οδηγιών, των οδηγιών, τις οδηγίες, οδηγίες που
Директив στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • диполь στα ελληνικά - δίπολο, διπόλου, διπολική, δίπολου, διπολικής
  • диптих στα ελληνικά - δίπτυχο, δίπτυχα, δίπτυχες, δίπτυχου
  • директор στα ελληνικά - ράμφος, σκηνοθέτης, διευθυντής, διευθυντή, σκηνοθέτη, διευθύντρια
  • директоре στα ελληνικά - σκηνοθέτης, ράμφος, διευθυντής, διευθυντή, σκηνοθέτη, διευθύντρια
Τυχαίες λέξεις
Директив στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδηγία, οδηγίες, οδηγιών, των οδηγιών, τις οδηγίες, οδηγίες που