Дискримінаційний στα ελληνικά
Μετάφραση: дискримінаційний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακρίσεις, διάκριση, οξυδερκής, διακριτική, διάκρισης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дискредитуючи στα ελληνικά - δυσφήμηση, δυσφήμιση, υποτίμηση, απαξίωση, δυσφημιστικό
- дискретний στα ελληνικά - διακριτικός, διακριτά, διακριτές, διακριτών, διακριτή, διακριτό
- дискримінація στα ελληνικά - διακρίσεις, διάκριση, διακρίσεων, των διακρίσεων, διάκρισης
- дискримінувати στα ελληνικά - διακρίσεις, διάκριση, εισάγουν διακρίσεις, εισάγει διακρίσεις, κάνουν διακρίσεις
Τυχαίες λέξεις
Дискримінаційний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακρίσεις, διάκριση, οξυδερκής, διακριτική, διάκρισης
Μεταφράσεις: διακρίσεις, διάκριση, οξυδερκής, διακριτική, διάκρισης