Διακρίσεις στα ουκρανικά

Μετάφραση: διακρίσεις, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дискримінація, дискримінаційний, проникливість, дискримінацію, дискримінації
Διακρίσεις στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακρίσεις

διακρίσεις διοικητικών πράξεων, διακρίσεις των νόμων, διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, διακρίσεις εις βάρος των γυναικών στην ελλάδα, διακρίσεις λόγω φύλου στην εργασία, διακρίσεις λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διακρίσεις στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διακοπή στα ουκρανικά - перерва, замішання, відділення, розривши, поділ, баритися, пауза, ...
  • διακοσμώ στα ουκρανικά - обробляти, орденами, прикрашати, декорувати, стеклярус
  • διακριτικό στα ουκρανικά - інтуїції, відмітний, відмітна, характерний, розпізнавальний, відмінна
  • διακριτικός στα ουκρανικά - стриманий, роздільний, дискретний, обачний, обачливий, роз'єднаний, розсудливий, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακρίσεις στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дискримінація, дискримінаційний, проникливість, дискримінацію, дискримінації