Доведення στα ελληνικά

Μετάφραση: доведення, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέριμνα, προμήθεια, απόδειξη, απόδειξης, αποδείξεως, αποδείξεις, την απόδειξη
Доведення στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • довготривалий στα ελληνικά - μακροπρόθεσμος, μακροπρόθεσμη, μακροχρόνια, μακροπρόθεσμες, μακροπρόθεσμων
  • доведений στα ελληνικά - προέλευση, αποδείχθηκε, αποδειχθεί, αποδεικνύεται, αποδείχτηκε, αποδείχθηκαν
  • довершений στα ελληνικά - επιτυγχάνεται, επιτευχθεί, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, ολοκληρωθεί
  • доводити στα ελληνικά - φέρνω, κρατώ, τεκμηριώνω, συντηρώ, υποστηρίζω, διεκδικώ, αποδειχθεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Доведення στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέριμνα, προμήθεια, απόδειξη, απόδειξης, αποδείξεως, αποδείξεις, την απόδειξη