Довічний στα ελληνικά
Μετάφραση: довічний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σηκώνω, παντοτινός, ενδελεχής, υψώνω, ασανσέρ, ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, διάρκεια ζωής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- довірчий στα ελληνικά - εμπιστευτικός, εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
- довіряти στα ελληνικά - παραμένω, αναθέτω, εμπιστεύομαι, πίστωση, διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, εμπιστοσύνη, ...
- догадуватися στα ελληνικά - κατανοώ, καταλαβαίνω, υποθέτω, εικασία, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν
- догана στα ελληνικά - παραινώ, ερπετό, κατακρίνω, μέμψη, νουθετώ, ψέγω, επίπληξη, ...
Τυχαίες λέξεις
Довічний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σηκώνω, παντοτινός, ενδελεχής, υψώνω, ασανσέρ, ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, διάρκεια ζωής
Μεταφράσεις: σηκώνω, παντοτινός, ενδελεχής, υψώνω, ασανσέρ, ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, διάρκεια ζωής