Ασανσέρ στα ουκρανικά

Μετάφραση: ασανσέρ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
елеватор, довічний, ліфт, номерах
Ασανσέρ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασανσέρ

ασανσέρ ντουλάπας, ασανσέρ για μονοκατοικίες, ασανσέρ φάρσα, ασανσέρ θεσσαλονίκη, ασανσέρ για δολοφόνους, ασανσέρ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ασανσέρ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ασέβεια στα ουκρανικά - нешанобливість, неповагу, непочтітельность, непошану
  • ασήμαντος στα ουκρανικά - обмежений, незначність, мілька, понтія, банальний, мілкий, незначний, ...
  • ασαφής στα ουκρανικά - невловимий, неясний, відсутній, невизначений, невизначене
  • ασβέστης στα ουκρανικά - кінцівки, лайм
Τυχαίες λέξεις
Ασανσέρ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: елеватор, довічний, ліфт, номерах