Докою στα ελληνικά

Μετάφραση: докою, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αράζω, λάπαθο, αποβάθρα, προβλήτα, dokoyu
Докою στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • докорінної στα ελληνικά - ρίζα, ριζοσπαστικός, ριζική, ριζοσπαστική, ριζικές
  • докоріть στα ελληνικά - μαλώνω, επικρίνω, μαστίγωμα, λουρί, πρόσδεση, πρόσδεσης, δεσίματος
  • доктор στα ελληνικά - ιατρός, γιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού
  • докторе στα ελληνικά - ιατρός, γιατρός, το γιατρό, Ο γιατρός, Doctor, Ιατρός
Τυχαίες λέξεις
Докою στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αράζω, λάπαθο, αποβάθρα, προβλήτα, dokoyu