Доповнювати στα ελληνικά
Μετάφραση: доповнювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπληρώνω, συμπλήρωμα, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- доповнення στα ελληνικά - ενίσχυση, συμπλήρωμα, συνοδεία, αναπληρωτής, συμπληρώνω, πρόσθεση, Επιπλέον, ...
- доповнити στα ελληνικά - συμπλήρωμα, συμπληρώνω, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα
- доповідач στα ελληνικά - συνεργάτης, ρεπόρτερ, δημοσιογράφος, αναφοράς, ανταποκριτή, δημοσιογράφο
- доповідь στα ελληνικά - εξαγγελία, ανακοίνωση, έκθεση, έκθεσης, έκθεσή, αναφορά, την έκθεση
Τυχαίες λέξεις
Доповнювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπληρώνω, συμπλήρωμα, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα
Μεταφράσεις: συμπληρώνω, συμπλήρωμα, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα